-
1 κατα-σκιάζω
κατα-σκιάζω, beschatten, bedecken; κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes. Th. 716; λαβὼν δ' ὑφάσμαϑ' ἱρὰ κατεσκίαζε Eur. Ion 1142; ἦ καὶ κατασκιῶσι ( fut.) Θηβαίᾳ κόνει, begraben, Soph. O. C. 407; auch in Prosa, κατεσκίασε πάντα σαρξὶ ἄνωϑεν Plat. Tim. 74 d.
-
2 κατασκιαζω
(fut. κατασκιάσω - атт. κατασκιῶ)1) осенять, покрывать тенью(καρπὸς κατασκιαζόμενος Plut.)
2) укреплять в виде навеса(τὸ ἱλαστήριον NT.)
λαβὼν ὑφάσματα, κατεσκίαζε Eur. — взяв ткани, он сделал (из них) навес3) покрывать(πάντα σαρξὴ ἄνωθεν Plat.)
4) засыпать, осыпать(βελέεσσι Τιτῆνας Hes. - in tmesi)
κ. κόνει Soph. — засыпать прахом, хоронить -
3 κατασκιάζω
A :—overshadow, cover over,κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes.Th. 716
;ἡ δέ οἱ κόμη ὤμους κ. Archil.29
; ; spread awnings, E. Ion 1142; κόνει bury one, S.l.c.;θανόντα.. γαῖα κατεσκίασε IG7.580
([place name] Tanagra).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκιάζω
-
4 σκιάζω
Aἐσκίασα Il.21.232
, Hes.Op. 613 ([etym.] συ-), Luc.Zeux.5:—[voice] Pass., (v.l.), Arist.Col. 792a22: [tense] pf.ἐσκίασμαι Semon.7.66
: ([etym.] σκιά):— overshadow, shade, darken,εἰς ὅ κεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων σκιάσῃ δ' ἐρίβωλον ἄρουραν Il.21.232
; ;σ. τὰ ἡλιούμενα X.Oec.19.18
; σ. ἔθειραν, with a chaplet, Simon. 148.4, cf. Semon.7.66;φάρεα.. περιβαλλομένα γένυσιν ἐσκίαζον E. IT 1151
(lyr.), cf. Hipp. 134 (lyr.): metaph.,εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον Pi.Pae.1.2
: abs., of the sun, cast a shadow, Arist.Mete. 374b3; of the sun-dial, ὁ γνώμων σκιάζει τὴν ἕκτην marks it by its shadow, Alciphr.3.4:—[voice] Pass., to be in shadow, Arist.Col. l.c.; σκιάζεσθαι τοῖς ποσί, of the Σκιάποδες, Ctes.Fr.89.II generally, overshadow, cover,κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes.Th. 716
; τὸ γένειον τὴν ἀσπίδα πᾶσαν ς. Hdt.6.117; σκιάσαι γένυν εὔξατο, i.e. prayed for a beard, AP12.26 (Stat. Flacc.):—[voice] Pass., ἐπεὶ δὲ τέκνων γένυς ἐμῶν ς. E.Ph.63.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский